Γράφει η Άντζελα Ζιούτη / συγγραφέας / angelaziouti@yahoo.gr
Μέχρι τώρα το νεαρό κορίτσι της οικογένειας, η Μένια πήγαινε μόνος της, μόνο στην κατασκήνωση. Μάζευε από το προηγούμενο βράδυ τα κραγιόν και τις μάσκαρες που μόλις είχε ξεκινήσει να χρησιμοποιεί, έριχνε σε ένα σάκο απορριμμάτων τα εικονογραφημένα περιοδικά που θα ήθελε να ξαναδιαβάσει αραχτή κάτω από τη σκιά ενός πεύκου και πριν κλείσει τη βαλίτσα του δεν παρέλειπε να πετάξει μέσα το μαγιό της. Βατραχοπέδιλα, πετονιές, ρακέτες και φύγαμε. Την επόμενη μέρα το πρωί, η μαμά της, την αποχαιρετούσε σχεδόν δακρυσμένη στην πόρτα του σπιτιού τους, με τις φωνές του μικρού αδελφού να τη διακόπτουν την ώρα που έδινε τις τελευταίες συμβουλές στην όμορφη έφηβη: «Κι όπως είπαμε ε; Να μην κάθεσαι πολλές ώρες στον ήλιο, να φοράς αντηλιακό, να μην κολυμπάς φαγωμένη, να μην ξενυχτάς …». Που μυαλό όμως αυτή για να ακούσει τον μακρύ κατάλογο των μητρικών απαγορεύσεων. Είχε ήδη καθίσει στη θέση του συνοδηγού και ο μπαμπάς της πατούσε γκάζι προς την έξοδο της πόλης.
Το νεανικό της πρόσωπο φεγγοβολούσε από χαρά. Δεν πολυμίλαγε με τον πατέρα της σα να ήθελε να κρατήσει μόνο για αυτήν την ξαφνική της τύχη. Δύο ολόκληρες βδομάδες χωρίς τους γονείς της! Κι αν η ελευθερία χρειάζεται αρετή και τόλμη, όπως της μάθανε στο σχολείο, η δική της ελευθερία προϋπόθετε ακριβώς αυτό: να φύγει μακριά από την πατρική εστία. Να ανοίξει το φτερά της και να πετάξει προς την ανεξαρτητοποίηση της. Κι εδώ που τα λέμε, ούτε και οι γονείς της είχαν αντίρρηση σε αυτό: ήταν η τέλεια ευκαιρία για να δομήσει την προσωπικότητά της και να κοινωνικοποιηθεί. Να δοκιμαστεί σε ένα τεστ, όπου μπορεί το ίδιο το παιδί να φροντίζει με υπευθυνότητα τον εαυτό του δίχως την επίβλεψη των ενηλίκων.
Οι δεκαεπτάρες για πρώτη φορά στη ζωή τους είδαν στον σκοτεινό ουρανό της Μυκόνου το λυκόφως και πως είναι η μέρα να διαδέχεται τη νύχτα.
Κι αφού η Μένια πήρε «άριστα» σε αυτό, στα δεκαεπτά της σήμερα, θα δώσει ένα ακόμη τεστ εμπιστοσύνης από τους γονείς της: θα πάει για πρώτη φορά διακοπές με τις φίλες της. Κοριτσοπαρέα δηλαδή. Στα Κουφονήσια ή στο Μαγγανάρι της Ίου. Στην ισπανική Ίμπιζα ή στην πολυτάραχη Μύκονο. Η νεανική παρέα έχει ήδη ανοίξει τον χάρτη και σημειώνει με ένα κόκκινο κύκλο τους υποψήφιους προορισμούς. «Πάμε καμιά Μαγιόρκα;» λέει η μία, στριφογυρίζοντας το σκουλαρίκι, επειδή την ενοχλούσε το λοβό του αυτιού. «Δε πάμε κάπου πιο κοντά …. πως θα το πω στους γονείς μου» λέει η δεκαεξάρα με τη μπλούζα που είχε στάμπα τους Νιρβάνα. «Αν θες να πας πιο κοντά, να πας … στην κατασκήνωση!» πετάγεται μετά η πιο ξεθαρρεμένη της παρέας.
Τελικά ο κύβος ερίφθη! Μύκονος και τα μυαλά στο …Super Paradise. Ξέφρενος χορός πλάι στο κύμα από το απόγευμα μέχρι να ανατείλει το άλλο πρωί ξανά ο ήλιος. Η ατμόσφαιρα μυρίζει αλκοόλ και ιδρώτα. Οι δεκαεπτάρες για πρώτη φορά στη ζωή τους είδαν στον σκοτεινό ουρανό της Μυκόνου το λυκόφως και πως είναι η μέρα να διαδέχεται τη νύχτα. Έβγαλαν τα γυαλιά ηλίου από το τσεπάκι και κατηφόρισαν προς τη χώρα να πιούνε έναν φραπέ να διαλύσει το ρούμι. Σήμερα θα χτυπήσουν και το πρώτο τατουάζ. Η μία αποφάσισε να χτυπήσει έναν άγγελο, η άλλη τον αστερισμό του Λέοντα και η Μένια μία σπασμένη κλειδαριά. ‘Άλλωστε είχε πλέον «διαρρήξει τη φυλακή» της οικογενειακής προστασίας. Του απαγορευμένου και του μη.