Από πολλούς θεωρείται ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του 20ου αιώνα. Είναι ο πιο γνωστός εκπρόσωπος του Υπαρξισμού. Υπήρξε επίσης λογοτέχνης, κριτικός και στρατευμένος καλλιτέχνης στηρίζοντας τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή και το έργο του. Το 1964 αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ.
Ο ίδιος περιγράφει σε μερικές λέξεις τα πρώτα 24 χρόνια της ζωής του: "Είμαι ένας μικροαστός, γιος ενός αξιωματικού του ναυτικού, ορφανός από πατέρα, με έναν παππού γιατρό και τον άλλο καθηγητή. Έχω ανατραφεί με την αστική κουλτούρα από το 1905 έως το 1929".
Ο Ζαν Πολ Σαρλ Εϊμάρ Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι, έχασε τον πατέρα του όταν ήταν δυο ετών και μεγάλωσε υπό την επίβλεψη της μητέρας του και του πατέρα της, ενός καθηγητή Γερμανικών, που του δίδαξε τα μαθηματικά και τον έφερε από πολύ μικρό σε επαφή με την κλασική λογοτεχνία.
Στα 12 χρόνια του, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και η οικογένεια μετακόμισε στη Λα Ροσέλ, όπου ο μικρός Ζαν Πολ έπεσε θύμα εκφοβισμού κατ' εξακολούθηση, κυρίως λόγω του δεξιού του ματιού, που υπέφερε από εξωτροπία (ένα είδος στραβισμού). Λίγο μετά, ως έφηβος πλέον, επέστρεψε στο Παρίσι, τελείωσε το λύκειο στο ιδιωτικό σχολείο Cours Hattemer και συνέχισε τις σπουδές του στην περίφημη École Normale Supérieure, γαλλικό πανεπιστήμιο, από το οποίο αποφοίτησαν πολλοί Γάλλοι στοχαστές και διανοούμενοι.
Το πιο αντικομφορμιστικό ζευγάρι της ιστορίας
Εκεί ο Σαρτρ πήρε το πτυχίο του στην ψυχολογία, την ιστορία της φιλοσοφίας, τη λογική, τη φιλοσοφία, την ηθική, την κοινωνιολογία και τη φυσική. Το 1929, ενώ προετοίμαζε το διδακτορικό του, γνώρισε τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, η οποία φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και αμέσως έγιναν αχώριστοι και ισόβιοι σύντροφοι, ξεκινώντας μια ρομαντική όσο και ελεύθερη σχέση. Για την ιστορία, στα τελικά αποτελέσματα, ο Σαρτρ πήρε τον καλύτερο βαθμό και η Σιμόν τον δεύτερο.
Το σκανδαλώδες για τον αντικομφορμισμό του ζευγάρι, πέρασε στη σφαίρα του μύθου του 20ου αιώνα. "Εκείνος απεχθανόταν τη ρουτίνα και την ιεραρχία, την οικογένεια, τα δικαιώματα και τα καθήκοντα, όλη τη σοβαρη πλευρά της ζωής. Δε θα γίνει ποτέ ένας οικογενειάρχης, ούτε θα παντρευτεί ποτέ", έγραφε ο "κάστορας" (όπως αποκαλούσε τρυφερά ο Ζαν Πολ τη Σιμόν) στα "Απομνημονεύματα μιας ήσυχης κόρης".
Αχώριστοι πάνω από μισό αιώνα και οι δύο μαζί αμφισβήτησαν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, το οποίο θεωρούσαν μεγαλοαστικό και ρηχό (μπουρζουά) ως προς τον τρόπο ζωής και σκέψης
Η Μποβουάρ και ο Ζαν Πολ Σαρτρ ήταν δύο εκρηκτικοί εραστές, σωματικά και πνευματικά μέχρι το θάνατο του τελευταίου.
Η σύλληψη από τους Γερμανούς
"Η άνοιξη του 1939 σημαδεύει μια τομή στη ζωή μου. Απαρνήθηκα τον ατομισμό μου, τον αντι-ανθρωπισμό μου". Ο Σαρτρ συνελήφθη από τους Γερμανούς ανήμερα των γενεθλίων του, στις 21 Ιουνίου 1940, περνώντας εννιά μήνες στη φυλακή, πρώτα στη Λιόν και κατόπιν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Τριρ της Γερμανίας. Αφέθηκε ελεύθερος τον Απρίλιο του 1941, προσποιούμενος ότι είχε μερική τύφλωση.
Ανακαλύπτοντας μέσα στον ζόφο του πολέμου το συναίσθημα της αδελφοσύνης, "είμαι μια συνείδηση που υποστηρίζει τον κόσμο, να γιατί είμαι περήφανος", διαμόρφωσε την άποψη ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ατομιστής, αλλά έχει χρέος απέναντι στην κοινωνία. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ταγμένος πλέον στη στρατευμένη τέχνη και διανόηση, συμμετείχε - μαζί με άλλους συγγραφείς όπως η Μποβουάρ, ο Μωρίς Μερλό Ποντύ κ.ά. - στη δημιουργία του "Socialisme et Liberté" (Σοσιαλισμός και Ελευθερία), μια ομάδα πνευματικής αντίστασης με σύντομη δράση.
"Ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος και γι' αυτό είναι απόλυτα υπευθυνος". Τελικά, "ο άνθρωπος είναι αυτό που θέλει ο ίδιος να είναι", ακριβώς επειδή "δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα από την πράξη". Τα πράγματα υπήρξαν αρκετά "απλά" για τον Σαρτρ, με αφετηρία την ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου, το οποίο όμως έρχεται αντιμέτωπο με τις πράξεις του, έχοντας την αποκλειστική ευθύνη για αυτές. Το σίγουρο είναι ότι η πορεία της σκέψης του Σαρτρ από τον ατομικό στον κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό, υπήρξε συνεπής, δίκαιη και συνειδητή, όσο συνειδητή υπήρξε μέσα του και η ανάγκη μιας διαρκούς αμφισβήτησης που θα λειτουργεί ως αντι-εξουσία.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του
Το 1972, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, άλλωστε ο Σαρτρ, ακόμα και σε εκείνη την ηλικία - κόντευε τα 70 - κάπνιζε μανιωδώς, έπινε και έκανε χρήση ναρκωτικών. Υπέφερε - μεταξύ άλλων - από υπέρταση και από το 1973 έμεινε σχεδόν τυφλός. Εκείνη την εποχή προσέλαβε ως γραμματέα τον Μπενί Λεβί, έναν νεαρό, στέλεχος της μαοϊκής νεολαίας. Την ίδια χρονιά (1973) ανέλαβε διευθυντής της Libération, όμως ακριβώς λόγω της βεβαρημένης υγείας του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί λίγους μήνες μετά.
Ο Σαρτρ πέθανε στις 15 Απριλίου του 1980 στο Παρίσι από πνευμονικό οίδημα. Ένα τεράστιο πλήθος 50.000 Παριζιάνων τον συνόδευσε στην κηδεία του. Η πομπή ξεκίνησε από το νοσοκομείο, πέρασε από όλα τα στέκια του φιλόσοφου και έφτασε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Η σορός του αποτεφρώθηκε και η τέφρα τοποθετήθηκε στον τάφο, εκεί όπου έξι χρόνια αργότερα, το 1986, ετάφη και η "αιώνια" σύντροφός του, Σιμόν ντε Μποβουάρ. Αχώριστοι στη ζωή, αλλά και στον θάνατο.