«Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος. Από τη στιγμή που θα εμφανιστεί αυτή η σκέψη, παραμένει. Κολλάει. Αντέχει στον χρόνο. Κυριαρχεί. Ως προς αυτό, δεν μπορώ να κάνω και πολλά. Πιστέψτε με. Δεν φεύγει. Είναι εκεί, άσχετα αν μ’ αρέσει ή όχι. Είναι εκεί όταν τρώω. Όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι. Είναι εκεί όταν κοιμάμαι. Εκεί κι όταν ξυπνάω. Είναι εκεί διαρκώς. Διαρκώς. Ο Τζέικ και η φίλη του –που αφηγείται την ιστορία και σκέφτεται να βάλει ένα τέλος στη σχέση τους, αλλά δεν του το έχει πει– πηγαίνουν στην απομονωμένη αγροικία όπου ζουν οι γονείς του. Ύστερα από μια άβολη, και κάπως τρομακτική, βραδιά, παίρνουν τον μακρύ δρόμο της επιστροφής. Όμως, μια παράκαμψη, και ξαφνικά ο εφιάλτης ξεκινά – εκείνη καταλήγει αποκλεισμένη σε ένα έρημο σχολείο από όπου προσπαθεί να ξεφύγει. Με συνεχείς ανατροπές κι ένα τέλος που σου κόβει την ανάσα, ο Ίαν Ριντ σε αυτό το ατμοσφαιρικό ψυχολογικό θρίλερ διερευνά την έννοια της ταυτότητας, βουτά στην άβυσσο του ανθρώπινου ψυχισμού και θέτει ερωτήματα για την ελεύθερη βούληση, την αξία των σχέσεων, τον φόβο και τα όρια της μοναξιάς» αυτή είναι η σύνοψη του βιβλίου.
«Ο Ίαν Ριντ συνδυάζει την αγωνία με τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και τον τρόμο… μια ιστορία ανατροπών με πολλαπλές ερμηνείες» -Publishers Weekly «Απολαυστικά τρομακτικό μυθιστόρημα». The Globe and l «Η αριστοτεχνική αφήγηση του Ριντ χτίζει με στρώματα ψυχολογικής αγωνίας ένα τείχος τόσο αδιαπέραστο, ώστε είναι αδύνατον να δραπετεύσεις» -Kirkus Reviews
Μόνο οι κριτικές είναι ενδεικτικές του μεγαλείου του βιβλίου αυτού.
ΑΣ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
«Πώς είναι οι δρόμοι;» «Όχι κι άσχημοι» λέει. «Γλιστράνε λιγάκι». «Χαίρομαι που δε χιονίζει». «Αν είμαστε τυχεροί, δε θ’ αρχίσει». «Πάντως, δείχνει να έχει πολύ κρύο». Ατομικά, και οι δύο είμαστε μάλλον συνηθισμένοι. Αξίζει ν’ αναφερθεί. Ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών μας, του ισχνού ύψους του Τζέικ με το δικό μου πολύ μικρό ανάστημα, δε βγάζει νόημα. Όταν είμαι μόνη στο πλήθος, νιώθω συμπυκνωμένη, αγνοημένη. Παρά το ύψος του, ο Τζέικ χάνεται επίσης στο πλήθος. Όμως, όταν είμαστε μαζί, προσέχω ότι ο κόσμος μάς κοιτάζει. Όχι εκείνον ή εμένα· εμάς. Ατομικά, χάνομαι στο πλήθος. Το ίδιο κι εκείνος. Σαν ζευγάρι, ξεχωρίζουμε. Μέσα σε έξι μέρες από τη γνωριμία μας στην παμπ βρεθήκαμε για φαγητό τρεις φορές, κάναμε δύο βόλτες, πήγαμε για καφέ και είδαμε μια ταινία. Μιλούσαμε διαρκώς. Είχαμε έρθει κοντά σωματικά. Ο Τζέικ μού είπε δύο φορές αφότου με είδε γυμνή ότι του θύμιζα – υπογραμμίζοντας ότι το εννοούσε θετικά– την Ούμα Θέρμαν στα νιάτα της, μια «συμπιεσμένη» Ούμα Θέρμαν. Με αποκάλεσε «συμπιεσμένη». Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε. Εκείνος την είπε.
Ποτέ δε με χαρακτήρισε σέξι. Κανένα πρόβλημα. Με έχει αποκαλέσει χαριτωμένη, ή ακόμα και «όμορφη», όπως το συνηθίζουν οι άντρες. Μία φορά με αποκάλεσε θεραπευτική. Πρώτη φορά που μου το έλεγε κάποιος. Μου το είπε αμέσως μετά την πρώτη μας ερωτική επαφή. Το περίμενα ότι θα συνέβαινε –η ερωτική επαφή– αλλά δεν ήταν προγραμματισμένη. Μόλις είχαμε αρχίσει να φιλιόμαστε στον καναπέ μου, μετά το δείπνο. Είχα φτιάξει σούπα. Για επιδόρπιο μοιραζόμασταν ένα μπουκάλι τζιν. Το δίναμε ο ένας στον άλλον, πίνοντας γουλιές από το μπουκάλι, σαν σχολειαρόπαιδα που μεθάνε πριν από τον χορό. Αυτή η φορά έμοιαζε πολύ πιο πιεστική από τις προηγούμενες που είχαμε φιληθεί. Όταν το μπουκάλι είχε μισοαδειάσει, μεταφερθήκαμε στο κρεβάτι. Εκείνος έβγαλε το μπλουζάκι μου κι εγώ του ξεκούμπωσα το φερμουάρ. Με άφηνε να κάνω ό,τι ήθελα. Έλεγε διαρκώς «φίλα με, φίλα με». Ακόμα κι όταν σταματούσα μόλις για τρία δευτερόλεπτα. «Φίλα με», ξανά και ξανά. Κατά τ’ άλλα ήταν ήσυχος. Τα φώτα ήταν σβηστά και μόλις που άκουγα την ανάσα του. Δεν τον έβλεπα πολύ καλά. «Ας χρησιμοποιήσουμε τα χέρια μας» είπε. «Μόνο τα χέρια». Νόμιζα ότι ετοιμαζόμασταν να κάνουμε σεξ. Δεν ήξερα τι να πω. Το δέχτηκα. Δεν είχα ξανακάνει κάτι τέτοιο. Όταν τελειώσαμε, κατέρρευσε πάνω μου. Μείναμε έτσι για λίγο, με τα μάτια κλειστά, ανασαίνοντας. Κατόπιν γύρισε απ’ την άλλη και αναστέναξε.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, όμως κάποια στιγμή ο Τζέικ σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Έμεινα ξαπλωμένη, κοιτάζοντάς τον να φεύγει, ακούγοντας τη βρύση να τρέχει. Άκουσα το καζανάκι. Έμεινε εκεί μέσα για λίγο. Κοιτούσα τα δάχτυλα των ποδιών μου και τα κουνούσα. Τότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να του πω για τον Άγνωστο που μου τηλεφωνεί. Αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Ήθελα να το ξεχάσω. Αν του το έλεγα, θα φαινόταν πιο σοβαρό απ’ όσο ήθελα. Ήταν η μόνη φορά που έφτασα τόσο κοντά στο να του το πω. Ξάπλωνα εκεί μόνη, όταν στο μυαλό μου επανήλθε μια ανάμνηση. Όταν ήμουν πολύ μικρή, έξι επτά ετών, ξύπνησα κάποιο βράδυ και είδα έναν άντρα στο παράθυρό μου. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που το είχα σκεφτεί. Δε μιλάω συχνά γι’ αυτό, ούτε και το σκέφτομαι. Πρόκειται για μια μάλλον θολή, αβέβαιη ανάμνηση. Ωστόσο, τα σημεία που θυμάμαι τα θυμάμαι ξεκάθαρα. Δεν είναι από τις ιστορίες που αφηγούμαι στα πάρτι. Δεν είμαι σίγουρη τι θα σκέφτονταν οι άλλοι. Δεν είμαι σίγουρη τι σκέφτομαι εγώ. Δεν ξέρω γιατί επανήλθε στο μυαλό μου εκείνο το βράδυ.
Το Thinking of Ending Things έγινε ταινία το 2020 που γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από τον Charlie Kaufman. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα του Ίαν Ριντ και πρωταγωνιστούν οι Jessie Buckley, Jesse Plemons, Toni Collette και David Thewlis
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΤΡΕΪΛΕΡ
Πηγή: patakis.gr
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram